- ὑομουσία
- ὑομουσία [pron. full] [ῠ], ἡ,A swine's music, swinish taste in music, Ar.Eq.986(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑομουσία — ὑομουσίᾱ , ὑομουσία swine s music fem nom/voc/acc dual ὑομουσίᾱ , ὑομουσία swine s music fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υομουσία — ἡ, Α απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + μουσία (< μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο μουσία] … Dictionary of Greek
ὑομουσίας — ὑομουσίᾱς , ὑομουσία swine s music fem acc pl ὑομουσίᾱς , ὑομουσία swine s music fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)